βουποδισμός

βουποδισμός
ο [βουποδίζω]
ανωμαλία που εμφανίζεται σε άλογα τα οποία βαδίζουν σαν τα βόδια, δηλ. με στρεφοποδισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στροφοποδισμός — ο, Ν ο βουποδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροφοποδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γ. Ν. Πιλάβιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”